- εὐιακός
- εὐιακός, ή, όν, Bacchic,A
θίασοι APl.4.289
:—fem. [full] εὐιάς, άδος, AP 9.603 (Antip.);οἴνη IG3.779
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θίασοι APl.4.289
:—fem. [full] εὐιάς, άδος, AP 9.603 (Antip.);οἴνη IG3.779
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευιακός — εὐιακός, ή, όν (Α) [εύιος] βακχικός … Dictionary of Greek
εὐιακῶν — εὐιακός fem gen pl εὐιακός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐιάδες — εὐιάς fem nom/voc pl εὐιακός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐιάδι — εὐιάς fem dat sg εὐιακός fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐιάδος — εὐιάς fem gen sg εὐιακός fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)